ἀμάζευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάζευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάζευτος ἐπίθ. κοιν. ἀμάζιφτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μαζευτὸς < μαζεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μή μαζευθεὶς, ὁ μὴ συλλεγείς, ἀσυνάθροιστος: Ἔχω τὰ ροῦχα ἀμάζευτα. Ἐλα͜ιές ἀμάζευτες. κοιν. || Ποιήμ. Νὰ περπατοῦμε τοὶς ἐρ’μι̮ές, τ’ ἀπάτητα τὰ δάση, ποῦ ‘ναι τὰ γάργαρα νερά, τ’ ἀμάζευτα λουλούδια ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,207 Τότε τὸν βρέσκαν οἱ βοσκοὶ ‘ς τὰ δέντρα ριζωμένο μὲ τὸ κοπάδι ἀμάζευτο ‘ςὅλα τὰ πλάγι̮α σκόρπι̮ο ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,66. Συνών ἀμάδευτος, ἀμάζωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA