ἀμὰν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμὰν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
ἀμάν ἐπιφών. κοιν. καὶ Καππ.(Ἀξ. Τελμ. κ.ἀ.)Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ)ἀμάνι Καππ. (Φάρασ.)Κρήτ. Νίσυρ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἀραβοτουρκ. aman.
Σημασιολογία
Ἐπιφώνημα ἐκφράζον 1) Λύπην καὶ δυσφορίαν καὶ λεγόμενον ἀντὶ τοῦ: ἔλεος! πρὸς Θεοῦ! κττ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀξ. Τελμ. κ.ἀ.)Πόντ.(Κοτύωρ. Τραπ. κ.ἀ.) : Ἀμάν, άφέντη σῶσε με! Ἀμάν, βρὲ παιδι̮ὰ, δὲν βαστῶ πε̮ὰ! Ἀμάν, γι̮ὰ τὸ Θεὸ! Ἀμάν ἀφέντη μου, σ΄χώρα με, δὲν τὸ ξανακάνω! Κάνει ὁ κόσμος ἀμὰν γι̮ὰ λάδι – γι̮ᾶ ψωμὶ, κττ. (λέγει ὁ κόσμος ἀμάν! πρὸς Θεοῦ! στερούμενος ἐλαίου, ἄρτου κττ.)κοιν. Οὔφ ἀμάν ἀμάν κ΄ἐσὺ! (ἐπὶ δυσφορίας)Πόντ. (Τραπ.)Ἀμάν, ἐσὺ πα, τὴν ὴ μ΄ἐξέγκες! (πρὸς Θεοῦ καὶ σὺ, ἔβγαλες τὴν ψυχήν μου, ἤτοι μὲ ἐτυράνησες πολὺ!)Κοτύωρ. || Φρ. Πέφτω ἀμάν (ἱκετεύω θερμῶς)Ἤπ. || ᾌσμ. Ἀμάνι, πῶς τσ’ ἀρέγομαι, μικρὴ μου, τσ’ ὀμορφι̮ὲς σου, ὅdε προβαίρνῃς ‘ς τὴν αὐλὴ καὶ κράζῃς τσ’ ὄρνιθές σου Κρήτ. Ἀμάνι, ἀμάνι, δὲ μ’ ἄφηκες dερμάνι! αὐτόθ. 2)Θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν Θρᾴκ. (Κομοτ.)Μακεδ. (Σέρρ.) : Ἀμάν, μπρέ, τί ‘ν’ αὐτό! Κομοτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA