ἀμάνικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάνικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάνικος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. μανίκι.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων μανίκια, ἤτοι χειρῖδας, ἀχειρίδωτος, ἐπὶ ἐνδύματος. Συνών. ἀμανίκωτος (Ι)1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA