ἀμανίκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανίκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμανίκωτος ἐπίθ. (Ι)Ἄνδρ. Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.)κ.ἀ. Πόντ.(Κερασ.)—Λεξ. Λάουνδ. ἀμανίκουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπὶθ. ἀμανίκωτος.
Σημασιολογία
1)Ἀμάνικος, ὅ ἰδ., Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Μακεδ. Πόντ.(Κερασ)– Λεξ. Λάουνδ. 2)Ὁ μὴ ἔχων μανίκι, ἤτοι λαβὴν, ἐπὶ μαχαιρίου Ἄνδρ. Θρᾴκ.(Σαρεκκλ.)κ.ἀ. Τὸ μαχαίρι ἔμεινε ἀμανίκοτο Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA