ἀμανίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμανίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμανίτης ὁ, Κρήτ. (Βιάνν. Γέργερ. κ.ἀ.)Νάξ. (Ἀπύρανθ.)Νίσυρ. Πάρ. Πελοπν. (Άρκαδ. κ.ἀ.)Χίος (Νένητ. κ.ἀ.)ἀμάνιτας Κῶς Πάρ. ἀμάν΄τας Πάρ.(Λεῦκ.)ἀμανίκης Χίος (Μέστ.)ἀμονίτης Χίος (Πυργ.)΄μανίτης Ἄνδρ. Εὔβ.(Κύμ.)Κίμωλ. Κρήτ. Κύπρ. Κωνπλ. Ρόδ. Σάμ. Σίφν. Σῦρ. ‘μανῖτος Μέγαρ. ‘μάνιτας Κύθν. ὀμανίτης Κρήτ. (Ρεθύμν. κ.ἀ.)ἀμανῖτα ἡ, Πελοπν. (Αρκαδ. Γορτυν. κ.ἀ.)΄μανῖτα Ἀθῆν. Β.Εὔβ. Πελοπν.(Κλουτσινοχ. Τρίκκ.)κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ούς. ἀμανίτης. Ὁ τύπ. άμάνιτας κατὰ μεταπλασμόν, περὶ οὗ ἰδ. ΓΧατζιδ.ΜΝΕ 1,190. Τὸ ὀμανίτης μετὰ προθετ. ο έκ τοῦ ΄μανίτης. Ὀ τὺπ. ‘μανῖτος διὰ μεταπλασμόν. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,3 καὶ ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 12 (1915/6)3. Τὸ ‘μανίτης καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Φυτά διάφορα τοῦ γένους άγαρικοῦ (agaricus)τῆς τάξεως τῶν μυκήτων (fungi) , μύκητες ἔνθ. ἀν.: Ὁ δεῖνα ξαφνικὰ προβαίνει σὰν τὸν ὀμανίτη Κρήτ. Φτσε͜ιάνω ΄μανῖτες μὲ τυρὶ ταὶ μὲ βούτυρο Κλουτσινοχ. || ᾎσμ. Ἀμανίτη, κουκουλλίτη, δεῖξε μου τὸν ἀδερφὸ σου, μὴ βγάλω τὸ σπαθάκι μου νὰ κόψω τὸ λαιμό σου (ἐπῳδ. πρὸς εὕρεσιν μυκήτων)Κρήτ. Συνών μανιτάρι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Μανίτης καὶ ὡς ἐπών. Κρήτ. 2)Ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν λωποδυτῶν χρηματοφυλάκιον πλῆρες καὶ ἐξωγκωμένον πολλαχ. β)Εἷδος λωποδυτικῆς μεθόδου πρὸς αφαίρεσιν χρημάτων δια χρηματοφυλακίου Πελοπν.(Κλουτσινοχ.) : ΄Μανῖτα μοῦ ΄κανες (μὲ ἐξαπάτησες διὰ τῆς μεθόδου τοῦ ἀμανίτου) . Συνών. μανιτάρι, πορτοφόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA