ἅμαξα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅμαξα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἅμαξα ἡ, λόγ. Κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. Οὐσ. ἅμαξα.
Σημασιολογία
1) Ὄχημα συρόενον ὑπὸ ἑνὸς ἢ δύο ἵππων καὶ χρησιμεῦον πρὸς μεταφορὰν ἀνθρώπων κοιν.: Πήγαμε μὲ τὴν ἅμαξα περίπατο. || Φρ. Ψἀλλω τὰ ἐξ. ἁμάξης (ἐξυβρίζω. ἐκ τῆς ἀρχ. Φρ. «τὰ ἐξ. ἁμάξης» Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,134) κοιν. Συνών. καρρότσα. 2) Παιδιὰ παιζομένη ὡς ἑξῆς. Τρία παιδία καρατούμενα ἐκ τῶν χειρῶν σχηματίζουν κύκλον. Τὸ ἓν τοῦτων, τὸ ἄλογο, χωρὶς νὰ ἀποσπάσῃ τὰς χεῖρας διέρχεται «υπὸ τὸ σύμπλεγμα τῶν χειρῶν τῶν δύο ἑτέρων, οἱ δὲ παῖκται οὕτω συμπλεγμένοιβαδίζουν καὶ φωνάζουν συνεχῶς «περνᾷ ἡ ἅμαξα!» Ἐνίοτε ἐπὶ τῶν οὕτω συμπεπλεγμένων χειρῶν αὐτῶν ἐπικάθηται τέταρτον παιδίον. Ὅταν θέλουν νὰ γίνῃ ἡ ἅμαξα δίιππος, προσλαμβάνεται καὶ πέμπτον παιδίον, τότε δὲ διέρχονται δύο ὑπὸ τὰς συμπεπλεγμένας χεῖρας τῶν δύο ἑτέρων Σάμ. (Μαυραντζ.) Πβ. ἁμάξι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA