ἁμαξούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμαξούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁμαξούδι τὸ, Θρᾴκ. ἁμαξούδ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἁμαξούιν. Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁμάξι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ ἅμαξα Θρᾴκ. (Αἶν.): Κ’βανοῦσι χῶμα μ’ ἑνα ἁμαξούδι (κ’ βανοῦσε = μετέφερε). Συνών. ἁμαξάκι, ἁμαξοῦ. 2) Ἅμαξα συρομένη διὰ χειρός, χειράμαξα Κύπρ.: ᾎσμ. Ἐψὲς ἐπῆα τ’ ηὖρα την μὲ τὸ πουκαμισούιν τ’ ἐξήχασα τὲς φυλατὲς ποῦ ‘τραύουν ἁμαξούιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA