ἀμάρκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάρκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμάρκωτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαρκωτὸς < μαρκώνω.

Σημασιολογία

Ἀμαρκάριστος 1, ὃ ἰδ.: Μαντήλι ἀμάρκωτο Σαρεκκλ. Ἀμάρκωτα εἶναι τὰ κάλτσας Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/