ἀμάρμαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάρμαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμάρμαχτος ἐπίθ. Θήρ. Κάρπ. Σέριφ. Χίος κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαρμαχτὸς < μαρμάζω. Παρὰ Δουκ. ἀμάρμακτος.

Σημασιολογία

1) Ἀκίνητος, ἀκλόνητος Θήρ. Κάρπ. Χίος: Κορμὸς ἀμάραχτος Θήρ. Ἀμάρμαχτος! (οὕτως ἀναφωνεῖ μεταὰ τὸ πήδημα ὁ μένων ἀκίνητος ἐν τῇ παιδιᾷ ἐλα͜ιὰ ἢ ποταμὸς) Χίος. 2) Ὁ οὐχὶ τελείως ὥριμος, ἐπὶ σύκων (ἴσως διότι καὶ σειομένων τῶν κλάδων δὲν πίπτουν) Σέριφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/