ἁμαρτωλὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμαρτωλὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁμαρτωλὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἁμαρτουλὸς βὸρ. ἰδιώμ. ἁμαρτωλὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁμαρτωλὸς Πελοπν. (Λαγκάδ.) Πόντ. (Οἰν.) ἁμάρτουλους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Θηλ. ἁμαρτωλε͜ιὰ Θρᾴκ (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἁμαρτωλὸς ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης εἰσελθὸν εἰς τὴν δημώδη γλῶσσαν. Τὸ ἁμάρτουλους κατὰ τὸ ἄδουλους, μεθ’ οὖ συνεκφέρεται. Ἤδη ἐν μεταγενεστέρῳ παπύρω ἁμαρτουλός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετ. 1) Ὁ παραβαίνων τὰς θείας ἐντολὰς καὶ τὰς ἐκκλησιατικὰς διατάξεις, ὁ διαπράττων ἁμαρτίαν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Ἐγὼ εἶμαι ἡ πρώτη ἁμαρτωλὴ τοῦ κόσμου Θήρ. Ναϊλλοὶ ἐμέν τὸν ἁμαρτωλὸν - ὴν ἁμαρτωλήν! Τραπ. Χαλδ. || Παροιμ. Φρ. Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ (τοῦτπ λέγεται ὑπὸ τοῦ ἀρνουμένου νὰ δεχθῇ χάριν ἢ δῶρον παρ’ ἀνθρώπου μισητοῦ. Ἡ φρ. ἐκ τῆς Π.Δ. <Ψαλμ. 140,5> «ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου») Ἤπ. ἁμαρτωλοὶ ποῦ φύγετε καὶ δίκαιοι ποῦ πάτε; (ἐπὶ θεομηνιῶν καὶ σεισμῶν. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,149) Πελοπν. (Δημητσάν. κ. ἀ.) Ἄδου’ κι̮ ἁμάρτου᾿ φάγαν (ἄδου = ἄδολοι. Οἱ τυχόντες, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι ἔλαβον μερίδιον) Μάδυτ. Ἁμαρτωλὸς ἤφαενε κ᾿ ἤργωσενε κι̮ ὁ δίκαιος ἀποξύλωσενε (ὁ πονηρὸς σφετερισθείς τι τιμωρεῖται ἐλαφρότερον τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ παροιμ. Καὶ μεσν. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,149 κἑξ.) Νἀξ. Ἔφαγε ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ κρύωσε (τὸ ρῖγος θεωρεῖται ἔνδειξις ἁμαρτίας. Πβ. καὶ Νπολίτ. Παροιμ. 2,149) Κεφαλλ. Ἔφαγε ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ πάγωσε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. || Γνωμ. ᾿Σ τῶν ἁμαρτωλῶν τὴ χώρα τὸ Μάι μῆνα βρέχει (διότι ἡ βροχὴ τοῦ Μαΐου βλάπτει τὴν γεωργίαν) πολλαχ. ᾿Σ τῶν ἁμαρτωλῶν τὴ χώρα Δουραμάνης ‘πίσκοπος (ὅπου τὰ ἤθη εἶναι φαῦλα, ἐλεῖ εὐδοκιμοῦν οἱ πονηροὶ καὶ φαῦλοι. Τὸ Δουραμάνης ὄν. κύριον Τουρκικὸν ἐκ τοῦ Abd-ul-Rahman,λέγεται δὲ ἐπὶ τῆς γενικῆς σημ. τοῦ Μωαμεθανός. Τοῦ γνωμ. ὑπάρχουν πολλαὶ παραλλαγαὶ. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,152) Πελοπν. (Μεσσ.) ᾿Σ τῶν ἁμαρτωλῶν τὴ χώρα ἄδικος κριτὴς καθίζει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Ἤπ. Ζάκ. Τῆν. || ᾎσμ. Ἐδῶ τί θές, ἀρματωλέ, τί θές, μαγαρισμένε; Λαγκάδ. Συνών. κολασμένος (ἰδ. κολάζω). Πβ. ἁμαρτωλούτσικος. 2) ἀτυχής, δυστυχὴς Πελοπν. (Λακων.): Ἁμαρτωλὸ σπίτι (οἰκογένεια). Συνών. ἄτυχος. Β) Οὐσ. 1) Τὸ θηλ. ἁμαρτωλή, γυνὴ ἀνήθικος, πόρνη Κεφαλλ. κ. ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ. Δ. (Λουκ. Εὐαγγ. 7,37) «γυνὴ, ἥτις ἦν ἐν τῇ πόλει ἁμαρτωλός». 2) Οὐδ. πληθ. ἁμαρτωλά, οἱ ὄρχεις κατ’ εὐφημισμὸν Πελοπν. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Συνών. ἀμάλαγα (ἰδ. ἀμάλαχτος 1γ), ἀρχίδ̮ια (ἰδ. ἀρχίδι), ἀχαμνὰ (ἰδ. ἀχαμνός), τρυφερὰ (ἰδ. τρυφερός), τρυφερούλλι̮α (ἰδ. τρυφερούλλης). Πβ. ἀμελέτητα (ἰδ. ἀμελέτητος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA