ἁμαρτωλώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁμαρτωλώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁμαρτωλώνομαι ἀμάρτ. ἁμαρτωλώνουμαι Θρᾴκ. (Περίστασ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁμαρτωλός.
Σημασιολογία
Παραβαίνω τὰς ἐντολὰς τῆς θρησκείας. Πβ. ἁμαρτάνω, ἁμαρτεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA