ἀμάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμάτιστος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κεφαλλ. Κρήτ. κ. ἀ. — Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ματιστὸς < ματίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ συγκεκολλημένος, ἐπὶ μεταλλίνων ἀγγείων καὶ ξυλίνων ἐργαλείων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ὁ μάστορας ἄφησε ἀμάτιστο τὸ ξύλο – τὸ τραπέζι Κεφαλλ. Ἔχβ ἀμάτιστο τὸ ἀλέτρι αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/