ἀμάχι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάχι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμάχι τό, ἀμάχιν Σύμ. ἀμάχι Μῆλ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ. κ. ἀ.)Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Χίος κ. ἀ. — Λεξ. Δεὲκ. Βλαστ. ἀμάιν Κύπρ. ἀμάσι Μεγίστ. ᾿ μάιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀμάχι, περὶ οὖ ἰδ. Κορ. Ἄτ. 2,36 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἐνέχυρον, ὑποθήκη, συνήθως μετὰ τοῦ ρ. βάζω Κύπρ. Μεγίστ. Μῆλ. Ρόδ. Σίφν. Σύμ. — Λεξ. Δεὲκ. Βλαστ.: Ἀμάχιν - ν - ἔβαλε dὸ σπίτι dης Σύμ. Ἔδωκά του ἀμάχιν τὸ μαχαίριν μου αὐτόθ. Συνών. ἀμανάτι Α2, ὑποθήκη. 2)Πρόστιμον ἐπιβαλλόμενον ὑπὸ τῶν ἀγροφυλάκων εἰς τοὺς κυρίους τῶν ζῴων, τὰ ὁποῖα προξενοῦν ζημίας εἰς τοὺς ἀγροὺς Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ. κ. ἀ.)Χίος: Ὁ δραγάτης πῆρε σήμερα δυˬὸ ἀμάχιˬα Χίος. Συνών. πρόστιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA