ἀμελὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμελὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμελὴς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀναμέλης Κρήτ. ἀνεμέλης Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμελής.
Σημασιολογία
Ὁ στερούμενος δραστηριότητος, οὐχὶ ἐργατικός, νωθρός, ὀκνηρός: Ἀμελής ἄνθρωπος - μαθητής. || Παροιμ. Τ᾿ἀναμέλη τὴ γυναῖκα ὁ Γληγόρης τὴν ἐπῆρε (ὅτι ἐν πάσῃ ἐργασίᾳ ἀπαιτεῖται ταχύτης)Κρήτ. Συνών. ἄβραστος Β1, ἀκαμάτης 1. ἀμελητὴς 2, ἀμελιˬάρις, ἄμελος, ἄψητος, τεμπέλης, ὠμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA