ἀμελιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμελιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμελιˬὰ ἡ, ἀμελία Πελοπν. (Λακων.)Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ.)ἀμελίγιˬα Πόντ (Κερασ.)ἀμελιˬὰ σύνηθ. ἀμιλιˬὰ Ἄνδρ. ἀναμελία Εὔβ. (Κύμ.)Πελοπν. (Λακων.)ἄναμελιˬὰ Αἴγιν. Ἄνδρ. Βιθυν. (Κατιρ. κ. ἀ.)Εὔβ. (Κύμ. κ. ἀ.)Θρᾴκ. Κεφαλλ. (Σάμ.)Κρήτ. (Σέλιν. κ. ἀ.)Πάρ. Σύμ. Τῆν. Χίος ἀναμιλιˬὰ Ἤπ. Στερελλ. (Τοπόλ.)ἀνεμελιˬὰ Θήρ. Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ. ἀ.)Ἰων. (Καράμπ. Σμύρν.)Κρήτ. (Βάμ.)Κύθν. Πελοπν. (Τρίπ. κ. ἀ.)Σῦρ. ἀνιμιλιˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμελος, παρ᾿ ὅ καὶ ἀνάμελος, ἀνεμελος. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110. Τὸ ἀναμελία καὶ παρὰ Βλάχ., τὸ δὲ ἀναμελιˬὰ καὶ παρὰ Γερμ. Πβ. άρχ. ἀμελία.

Σημασιολογία

Ἀμέλεια, νωθρότης, ὀλιγωρία, ραθυμία ἔνθ᾿ἀν.: Ἡ ἀνεμελιˬά σου τὰ κάνει αὐτὰ Κύθν. Ἀναμελιˬὰ σου ᾿ τον κ᾿ ᾿ ὲν τό ᾿ καμες Σύμ. Ὄχι πῶς δὲ θέλω, ἀναμελιˬὰ εἶναι Βιθυν. Ἔ ἀναμιλιˬὰ αύτὸς οὑ ἄνθρουπους Τοπόλ. Εὐτάγω ἀμελίαν (εὐτάγω = κάμνω)Κερασ. || Παροιμ. Μιˬανῆς ὥρας δουλειά, | ἑνοῦ χρονοῦ ἀναμελιˬὰ (μικρὰν ἐργασίαν δύναταί τις δι᾿ἀμέλειαν νὰ ἀναβάλῃ ἐπὶ πολὺν χρόνον. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ)Αἴγιν. || ᾌσμ. Ἀγάπη, ποῦ ᾿ χα κ᾿ ἔχασα ἀπ᾿τὴν ἀνεμελιˬά μου, τώρᾳ τὴ βλέπω ᾿ ς ἄλλονε καὶ καίγετ᾿ἡ καρδιˬά μου Σῦρ. κ. ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμελησία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/