ἀμέριμνος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμέριμνος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμέριμνος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ (Κερασ. κ. ἀ.)ἀμέριμνε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμέριμνος
Σημασιολογία
Ὁ μὴ μεριμνῶν, ὁ μὴ φροντίζων περί τινος, ἄφροντις, ἥσυχος: Ἀμέριμνος ἄνθρωπος, ἀμέριμνη ζωή. Κοιμᾶται ἀμέριμνος σύνηθ. Ἐγὼ ἀσ᾿σὰ δουλείας ἐπνίγα καὶ ἐσὺ ἀμέριμνος κάθεσαι! Κερασ. Ἀμέριμνος κοιμᾶται κ᾿ἐμένα δὲ μὲ λυπᾶται Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA