ἀμέστιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμέστιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμέστιˬος ἐπίθ. Νίσυρ. Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμεστος καὶ τῆς καταλ. -ιος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. κοῦφος - κούφιˬος κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912/3)42 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ἐπὶ δημητριακοῦ ἐν γένει καρποῦ, ὁ μὴ ὡριμάσας, ὁ μὴ γενόμενος μεστὸς ἔνθ᾿ἀν.: Ἀμέστιˬα ᾿ν᾿ τὰ κουκκιˬὰ Νίσυρ. 2)Μεταφ. οὐχὶ ὥριμος δι᾿ἐργασίαν, τρυφερός, ἁβροδίαιτος, ἐπὶ ἀνθρώπου Νίσυρ.: Ἀμέστιˬον παιδί. Πβ. ἄμεστος, ἀμέστωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/