ἀμεταχείριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμεταχείριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμεταχείριστος ἐπιθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀμεταχείριστος.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔχει μεταχειρισθῆ τις, ὁ μὴ τεθεὶς εἰς χρῆσιν, καινουργής: Ἀμεταχείριστα ροῦχα, ἀμεταχείριστη πετσέττα. Συνών. ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἄπιˬαστος, ἀφόρετος, καινούργιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA