ἄμετρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμετρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμετρος ἐπίθ. σύνηθ. ἄμιτρους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄμετρος.

Σημασιολογία

Ἀναρίθμητος, πολύς, ἄφθονος, ἀνυπολόγιστος: Ἡ λύπη μου εἶναι ἄμετρη Πελοπν. (Δημητσάν.)Πέρασαν χίλιˬοι κιˬ ἄμετροι Πελοπν. (Σαραντάπ.)Νᾶ ζήσῃς χρόνια ἄμετρα! (εὐχὴ)Πελοπν. (Ἀρκαδ.)|| Γνωμ. Μἀις ἄβρεχος, μοῦστος ἄμετρος (ἄν δὲν βρέξῃ τὸν μῆνα Μάιον, εὐδοκιμοῦν αἱ ἄμπελοι καὶ αὐξάνεται ἡ παραγωγὴ τοῦ οἴνου. Πβ. ἄβροχος)πολλαχ. : ᾎσμ. Σκοτώνουν Τούρκους ἄμετρους ἀγν. τόπ. Γυναῖκες βρίσκεις ἄμετρες, |μὰ ἄλλο ἀδερφὸ δὲν κάνεις Πελοπν. Καὶ πάλι τὸ ξανάβανε σὲ ἄμετρο λογάρι Αἴγιν. Συνών. ἀμέτρητος 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/