ἄμιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄμιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄμιˬα ἡ, Βιθυν. Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σῃλυβρ.)Ἰκαρ. Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ. κ. ἀ.)Νάξ. (Δαμαρ. Σαγκρ.)Προπ. (Πάνορμ.)Σίφν. Σμύρν. Σῦρ. Τῆν. Χίος — Λεξ. Πόππλετ. Βλαστ. ἀμία Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. amia. Ἰδ GMeyer ἐν Indogerm. Forsch. 2,370. Διάφορον τὸ ἀρχ. Ἑλλην. ἀμμία. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀμμία) .
Σημασιολογία
1)Ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.)Ἰκαρ. Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ. κ. ἀ.)Νάξ. (Σαγκρ.)Προπ. (Πάνορμ.)Σμύρν. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. Χίος. Συνών. θεία (ἰδ. θεῖος) , τσάτσα. 2)Πᾶσα γυνὴ προβεβηκυίας ἡλικίας, συνήθως εἰς προσφωνήσεις ὑπὸ νεωτέρων ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)Νάξ. (Δαμαρ.)Σῦρ. Χίος: Ἄμιˬα Ρήνη! Χίος. 3)Μάμμη, προμήτωρ Προπ. (Πάνορμ.)Χίος. Συνών. γιˬαγιˬά. 4)Διδασκάλισσα, ἐν τῇ παιδικῇ γλώσσῃ Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA