ἀμίαντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμίαντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμίαντο τό. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμίαντος = ἰνώδους ἱστοῦ ὁρυκτὸν ἀμίαντον.
Σημασιολογία
Ἡ φωτοβολὶς (σακκίδιον ἐξ ὀξιδίων σπανίων μετάλλων)ἰδίως τῶν λύχνων φωταερίου (κατὰ παρομοίωσιν πρὸς πυρίμαχα πλέγματα ἐκ τοῦ λίθου ἀμιάντου) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA