ἀμίλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμίλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄμίλητος ἐπίθ. κοιν. ἀμίλητους Λυκ. (Λιβύσσ.)Σάμ. κ. ἀ. ἀμί᾿ τους βόρ. ἰδιώμ. ἀμίλ᾿ στους Μακεδ. ἀμίλιγος Πελοπν. (Κορινθ.)ἀμίληχτους Ἴμβρ. Λέσβ. ἀμίλετος Πόντ. ἀνίλητε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μιλητὸς < μιλῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. ἀμί᾿ στους παρὰ τὸ ἀμάρτ. ἀμίλιστος ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ *μιλιστὸς <μιλίζω παρὰ τὸ μιλῶ. Ὁ τύπ. ἀμίληχτους δι᾿ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. μίληξα παρὰ τὸ μίλησα. Πβ. ἀρχ. ἀνομίλητος.
Σημασιολογία
Α)Ἐπιθετικ. 1)Ὁ μὴ ὁμιλῶν, ἄγωνος, ἄναυδος, σιωπηλός, σιγηλὸς κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Κάθεται - στέκεται ἀμίλητος. Σήμερα εἶναι ἀμίλητος. Ἔμεινεν ἀπὸ τὸν τρόμο του ἀμίλητος πολλὴν ὥρα κοιν. || Φρ. Ἄνθρωπος ἀμίλητος σύνηθ. Εἶναι ἀμίλητος σὰν ψάρι (ἐπὶ τοῦ σιωπηλοῦ)πολλαχ. Ἐτσιάε χάμου ἀνίλητε (ἔπεσε χαμαὶ ἄφωνος)Τσακων. || Παροιμ. Ὁ ἀμίλητος τρελλὸς γιˬὰ φρόνιμος πέρασε (ὁ σιωπῶν καὶ παράφρων ἐὰν εἶναι, τιμᾶται)ΙΒενιζέλ. Παροιμ.² 177,11. Στόμα ἀμίλητο, τύχη μουδιˬασμένη (ἐπὶ τοῦ μὴ διαμαρτυρομένου διὰ τὰ ἐναντίον του ἀδικήματα καὶ διὰ τοῦτο προσκόπτοντος εἰς τὸν βίον του)Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. || ᾎσμ. Κ᾿ἡ πέτρα ποῦ ᾿ν᾿ ἀμίλητη θὰ λυπηθῇ νὰ κλάψῃ Σκῦρ. Ὀπίσ᾿Χάρε μ᾿ , ὀπίσ᾿Χάρε μ᾿ , ἐμένα μὴ κομπώνης, ἡ κυρ᾿᾿ Ερήν᾿ἀλάλετος κιˬ ἀμίλετον πουλλόπον (κύρ᾿ἀντὶ τοῦ κυρὰ κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀρσενικοῦ)Πόντ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κεφαλλ. Συνών. ἄγλωσσος, ἀλάλητος Β1, ἄλαλος 1, ἀμήλαλος, ἄμιλος, μουγγός. 2)Ὁ ἐν καταστάσει ἀπολύτου σιγῆς ἐνεργούμενος κοιν.: Ἀμίλητο νερὸ (τὸ ὕδωρ, ὅπερ λαμβάνεται καὶ μεταφέρεται ἐν σιγῇ ἐκ πηγῆς ἢ φρέατος ὑπὸ καθωρισμένων προσώπων καὶ καθ᾿ὡρισμένας ἡμέρας τοῦ ἔτους καὶ ὥρας, χρησιμοποιεῖται δὲ συνήθως εἰς τὸν κλήδονα πρὸς διάλυσιν, ὡς πιστεύεται, γοητείας καὶ μαγείας ἢ εἰς ἄλλας δειδιδαιμονικὰς πράξεις καὶ εἰς ἴασιν ἀσθενειῶν. Ἡ χρῆσις προῆλθεν ἐκ τῆς φρ. νὰ φέρῃς τὸ νερὸ ἀμίλητος)κοιν. Ἤπιε τ᾿ἀμίλητο νερὸ (λογοπαικτικῶς ἐπὶ τοῦ σιωπῶντος ἐν συναναστροφαῖς)ἐνιαχ. Συνών. νερὸ ἄκριτο - ἄλαλο - ἄμολόγητο - ἀσύντυχο - βουβό. Πήδημα ἀμίλητο (ἐν τῇ παιδιᾷ ἐλ͜αιά, καθ᾿ἥν κύπτοντος ἑνὸς οἱ λοιποὶ παῖκται ὑπερπηδοῦν κατὰ σειρὰν ὑπὲρ αὐτὸν καὶ τὸ μὲν πρῶτον πήδημα λέγεται ἀμίλητο, διότι γίνεται ἐν σιωπῇ, τὸ δεύτερον ἀγέλαστο <ἰδ. ἀγέλαστος 1γ>, διότι δὲν ἐπιτρέπεται ὁ γὲλως, καὶ τὸ τρίτον σκοῦφος, διότι ὁ παίκτης, καθ᾿ἥν στιγμὴν ὑπερπηδᾷ, ἀποθέτει τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ κύπτοντος)Ἄνδρ. Πβ. ἄδοντος. 3)Ὁ ἐκ φύσεως μὴ δεχόμενος συζήτησιν πολλαχ.: Ἀμίλητος εῖναι ᾿ ς τὸ καΐκι (πβ. συνών. φρ. αὐτὸς δὲ μιλ͜ειέται)Σύμ. β)Σκυθρωπός, σύννους πολλαχ. γ)Μελαγχολικὸς Βιθυν. 4)Ὁ φεύγων τὴν μετ᾿ἄλλων συναναστροφήν, ὁ ζῶν βίον μονήρη Βιθυν. Ζάκ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.)Κυδων. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.)Τσακων. κ.ἀ. — Λεξ. Περίδ. Βυζ. Συνών. ἀγειτόνευτος, άγειτονίαστος, ἀκοινώνητος 1, ἄκριτος 3, μονόχνοτος. 5)Ὁ καταφρονῶν τοὺς ἄλλους, ὑπεροπτικὸς πολλαχ.: Ὁ δεῖνα ἔγινε ἀμίλητος ἀπὸ τὸν παρᾶ του Πελοπν. (Κορινθ.)Συνών. ἀκαλάτευτος. 6)Φιλήσυχος, εἰρηνικὸς Σύμ. 7)Δειλός, συνήθως ἐν τῇ κοινωνικῇ συναναστροφῇ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) : Ἀμίλητη γυναῖκα. 8)Ὁ μὴ διαμαρτυρόμενος διὰ τὰ συμβαίνοντα εἰς ἑαυτὸν δυσάρεστα, ἀνεκτικὸς Ἄνδρ. Β)Τὸ οὐδ. οὐσ. 1)Ἀδυναμία περὶ τὸ λαλεῖν, ἀφωνία Πελοπν. (Κορινθ.) : Μπρέ, τ᾿ἀμίλιγο σ᾿ἔπιˬασε; 2)Κατ᾿ εὐφημισμὸν ἡ ἀποπληξία Ζάκ. 3)Τὸ οὐροδὸχον ἀγγεῖον Πάρ. Σῦρ. κ. ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμίδα. 4)Ὁ σικυὸς Θρᾴκ. Συνών. ἀγγούρι 1, ἀμελέτητο (ἰδ ἀμελέτητος 1θ) , παράξενο (ἰδ. παράξενος) . 5)Πληθ. ἀμίλητα, οἱ ὄρχεις τῶν σφαγίων Ἤπ, (Χιμάρ.)Κωνπλ. Συνών. ἀμελέτητα (ἰδ. άμελέτητος 1 ιθ)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA