ἄμιλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμιλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄμιλος ἐπίθ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Βρέσθ. Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. μιλῶ παρὰ τὸ θέμ. τοῦ ἐνεστῶτος. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογράφῳ τοῦ 18ου αἰῶνος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὁμιλῶν, ἄφωνος ἔνθ᾿ἀν.: Τὰ δέντρα εἶναι ἄμιλα Λακων. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ μαῦρος του ἦταν ἄμιλος κ᾿ἐκεῖ ὁμιλιˬὰ τοῦ βρέθη Κέρκ. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀμίλητος Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/