ἀμ-μὲ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμ-μὲ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμ-μὲ τὸ, Κύπρ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ συνδ. ἀμμέ, δι᾿ ὃ ἰδ. μά. Πβ. καὶ φρ. ἐν τῇ λογίᾳ ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἕν ἀλλά. Πβ. ΓΛουκᾶν Λεξιλ. Κυπρίων 30.
Σημασιολογία
Ἐλάττωμα: Ἐχαλάσαν τὰ προξέν͜εια, γιˬατὶ ἔει ἔναν ἀμ-μέ. || Παροιμ. Τοῦ πουλλιˬοῦ τοῦ πετάμενου βρίσκει του ἀμ-μὲ (ἐπὶ φιλιψόγου, ὅστις οὐδὲν ἄψογον, οὐδὲν ἄμεπτον εὑρίσκει) .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA