ἄμμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄμμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἂμμος ὁ, ἂμμος ἡ, ένιαχ. ἀμμο σύνηθ. ἀμμου Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) νάμμο Μύκ. ἀμ-μος ὁ. Κύπρ. Χίος (Μεσ. Πυργ.) ἀμμος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀμμους βόρ. ἰδιώμ. ἀμ-μο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀμμο Πόντ. (Ὂφ.) Τσακων. νάμμος Κ΄'αλυμν. Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν.) νάμμο Πόντ (Ὂφ.) ἂμƄους Καππ. (Σίλ.) ἂμ-μο τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. ἂμμουδες πολλαχ. ἀμμοιδες ἀγν. τόπ. ἀμμ'δες Σκῦρ. ἂμμ'δες Λῆμν. ἂμμοιδοι Θρᾴκ. ἂμμ'δοι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Τὀ ἀρχ. οὐσ. ἂμμος. Διά τήν μεταβολήν τοῦ γέν. πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,66. Διά τόν πληθ. ἂμμουδες πβ. ἂθος -ἂθουδες κττ.

Σημασιολογία

1) Συσσωρευμένα μικροτάτων κοκκίων ἢ θραυσμἀτων ὀρυκτῶν καὶ πετρωμάτων κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σίλ. Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν. Ὂφ. Χαλδ.) Τσακων. : Χοντρή-ψιλή ἂμμο, Χώνομαι 'ς τήν ἂμμο σύνηθ. Ἂμμος ζεστή Ἰκαρ. Ὃλο ἂμμο εἶναι τό φαγητό-οἱ φακές κττ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Μπήκανε οἱ ἂμμουδες μέσ' 'ς τά παπούτσιˬα μου Νάξ. (Κινίδ.) Ξάνο͜ιε νά μή ἀνεκατώσῃς τσοί ἀμμουδες μέ το χαλίτσι Νάξ. (Δαμάρ.) || Φρ. Θέλει μ' ἐνα τσουράπι ἂμμο! (ἢτοι πρέπει νά δαρῇ με ἓν κτλ. δηλ. ἀνηλεῶς) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κατουρεῖ ἂμμο (ἐπὶ τοῦ πάσχοντος ψαμμίασιν) Ζάκ. Ξέρει τόν ἂμμο τῆς θαλάσσας (ἐπὶ τοῦ πολυμαθοῦς. Πβ. καὶ ἀρχ. Ἡρόδ. 1,47 «οἷδα δ' ἐγώ ψάμμου ἀριθμόν») Πελοπν. κ. ἀ. Μετράει τόν ἂμμο (ἐπὶ ματαιοπονίας) Ἢπ. Ἂμμος τοῦ γιˬαλοῦ ἢ σάν τόν ἂμμο (ἐπί μεγάλου πλήθους ἀνθρώπων, μυρμήκω κττ. Πβ. καὶ ἀρχ. Ὁμ. Ι. 385 «εἲ μοι τόσα δοίη ὃσα ψαμαθός τε κόνις τε» καἰ μεταγν. Π.Δ. <Ἱερ. 15,8> «ἐπληθύνθησαν ὑπέρ τήν ἂμμον τῆς θαλάσσης», Κ.Δ. <Παύλ. Ἐπιστ. Ἑβρ. 11,12> «καὶ ὡς ἡ ἂμμος ἡ παρά τό χεῖλος τῆς θαλάσσης ἡ ἀναρίθμητος»). Σάν τόν ἂμμον τῆς θάλασσας (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μεγίστ. κ. ἀ. Ἑ ἂμμος τοῦ γιˬαλοῦ (πολύ πλῆθος) αὐτόθ. Σάν ὁ ἂμ-μο τῆ θἀλασσα (συνων. τῇ προηγουμένῃ) Μπόβ. Ἢτανι οὐ τόν ἂμμο τῆς θάλασσας (ὑπεσχέθη εἰς αὐτόν πλεῖστα) Ἀρκαδ. τόν ἂμμο κράτει (ἐπί τπῦ συμβουλεύοντος ἀδύνατα ) ἀγν. τόπ. Καὶ 'ς τή θάλασσα ἂμμο δἐ βρίσκει (ἐπί λίαν ἀτυχοῦς ἀνθρώπου) Βάρν. || Γνωμ. Τό νερό φεύγει, ὁ ἂμμος μένει (ὁ ἂνθρωπος ἀποθνῄσκων παρέρχεται, ἀλλ' ἡ μνήμη τῶν πράξεων του διατηρεῖται πάντοτε) πελοπν. (Δημητσάν.) ᾎσμ. Ὃσα παράθυρα 'ς τήν Πόλ' κιˬ ὃσοι ἂμμ'δοι 'ς τή θάλασσα πάντε καὶ λογαριˬάστε τα κ' ἐλᾶτε νά μέ φάτε (πρός ἀποτροπήν τῶν καλικαντζάρων. πάντε= πηγαίνετα) Σαρεκκλ. Ἐπλήθυνε ἡ --ἀγάπη μας σάν τοῦ γιˬαλοῦ τήν ἂμμο Κρήτ. Νά κάθωμαι νά σοῦ μετρῶ σπυρί σπυρί τήν ἂμμο Εὒβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Μέτρα τ' ἂστριˬα τ' οὐρανοῦ | καὶ τόν ἂμμο τσ' θάλασσας Ἢπ. Ὃντα σ'ἐγέννα ἡ μάννα σου, οἱ Μοῖρες εἶχαν γάμο, σοῦ δῶκαν χάρες περισές δάν τοῦ γιˬαλού τήν ἂμμο Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Συνών. ἂμμοιδη, ἂμμουδα 1, ἀμμουδιˬά 4, ἀμμοῦσα 2, ἀμμωσι. 2) Ἀμμῶδες ἒδαφος, ἀμμώδης ἒκτασις γῆς καὶ ἰδίᾳ ἡ παρά τήν θάλασσαν, ὁ ἀμμώδης αἰγιαλὀς κοιν. κα]\ι Πόντ. (Ὂφ.): Ξαπλώνομαι 'ς τήν ἂμμο κοιν. Τόν ἂμμον ἂμμο περπατεῖ Κρήτ. (Βιάνν.) Πάγω τόν ἂμμο ἀμμο Ἀθῆν. Πάμι ἱ'πέρα 'ς 'ν ἂμμου Σκόπ. Τά καΐκιˬα 'ς σόν ἂμμο εἶναι βγαλημένα Ὂφ. || Παροιμ φρ. 'Σ τόν ἂμμο χτίζει (ἐπὶ τοῦ ματαιοπονοῦντος) Πελοπν. (Δημητσάν.) 'Σ τό νερό γράφει καὶ 'ς τόν ἂμμο χτἰζει 9συνὠν. τῇ προηγουμένῃ. Πβ. ἀρχ. «καθ' ὓδατος γράφει» ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 279,166. Σπέρνει 'ς τόν ἂμμο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λευκ. || ᾎσμ. Δώδεκα χρόνους ἒκαμα 'ς τῆς Μπαρμπαριˬάς τόν ἂμμο ΣΖαμπελ. ᾎσμ. δημοτ. 679 Σαραdαπέdε λεμονεˬές 'ς τόν ἂμμο φυτρωμένες, δίχως νερό, δίχως δροσιˬά καὶ πάλι δροσισμένες (μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) βρίσκου τοῦ ναύτη τἀ μαλλιˬά 'ς τούν ἂμμου ξαπλουμένα κ'ἂσκυψα κἰ τά μάζιψα σ' ἓνα χρυσό μαντήλι Στερρελ. (Αἰτωλ.) Ἱφτά πασάδις ἦρταν | 'ς τούν ἂμμ' ἀράξανι Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. ὑπό τόν τύπ. Ἂμμος ὁ, πολλαχ. Ἂμμους ἐνιαχ. ἂμμο ἡ , Ζάκ. Ἂμμοι οἱ, Πελοπν. Ἂμμουδες Νίσυρ. Ἂμμουες Κύπρ. Ἂμμ'δις Λῆμν. Ἂμμος Γραμματικοῦ Κεφαλλ. Παχύς Ἀμμος Νίσυρ. Παχύς Ἂμμους Σαμοθρ. Παχε͜ιά Ἀμμος Κρήτ. Ἂπἀν' Ἂμμους καί Κάτ' Ἂμμους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μεγάκη Ἂμμο Μύκ. Πλατε͜ιά Ἂμμος Κέως Ψιλή Ἂμμος Πελοπν. (Γύθ.) Πόρτα τ'ς ἂμμος Κρήτ. 3) Αἱ ἐν τῷ οἲνῳ κατά τήν μετάγγισιν σχηματιζόμεναι λίαν μικραί φυσαλλίδες Ἀθῆν. κ. ἀ. : Ὃταν πέφτῃ τό ρετσινᾶτο κρασί 'ς τό μπουκάλι, κάνει ἂμμο. 4) Δοχεῑον ἂμμου πρός χρῆσιν τῶν γραφόντων, ἀμμοδοχεῖον Ζάκ. Συνών. ἀμμουδερό (ἰδ. ἀμμουδερός 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/