ἀμμουδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμουδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμμουδίζω Κωνπλ. ἀμμ'δίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀμμ'δίζου σαμοθρ. Τῆν
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμμούδα
Σημασιολογία
1) Περιέχω ἂμμον Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κωνπλ. Τῆν.: Τὸ γλυκό ἀμμουδἰζει Κωνπλ. Ἀμμ' δίζει τὀ χῶμα του Τῆν. Τό ψωμὶ ἀμμ' δίζ' Σαρεκκλ. Συνών. ἀμμίζω, ἀμμοφέρνω. 2) Περιέχω χῶμα παχύ Σαμοθρ.: Τοὺ χουάφ' ἀμμ'δίζ'
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA