ἀμμοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμμοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀμμοῦσα ἡ, Ἣπ. Ζάκ. Κέρκ. Παξ. Στερερλλ. (Ἀκαρναν.) κ. ἀ. ἀμμοῦτσα Εὒβ. (Ἱστ.) Κρήτ. Κύθυηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ.) Στερελλ (Αἰτωλ. Λεπεν.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ούσ. ἂμμος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. Ἂνθ.Παπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 180 κἑξ. Ὃτι ἡ λ. παλαιά μαρτυρεῖ τό τοπων. Ἀμμοῦσα έν Miklosich- Müller Acta 5,56 (Κατά ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 <1917> 201 ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀμμόεσσα). Περὶ τοῦ τύπ. ἀμμοῦτσα πβ. ΓΧατζιδ. έν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13 (191/7) 185
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA