ἀμμώδης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμμώδης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμμώδης ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀμμώδιˬους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμμῶδες τό, Βιθυν.

Ετυμολογία

Τό μεταγν. ἐπίθ. ἀμμώδης. Διά τόν τύπ. ἀμμὠδιˬους πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 42 κἑξ. καὶ ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμα. βορ. ἰδιωμ. 114.

Σημασιολογία

1) Ὁ περιέχων ἂμμον ἒνθ' ἀν.: Τόπος ἀμμώδης. Χωράφι ἀμμῶδες λόγ. κοιν. Συνών. ἀμμουδερός 1, ἀμμουδίτικος. 2) Τό ούδ. ὡς ούσ. τόπος ἀμμώδης Βιθυν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/