ἀμνᾶζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμνᾶζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμνᾶζω Πόντ. (Ὂφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμνός
Σημασιολογία
Γεννῶ, ἐπὶ προβάτου: Ἐμνᾶσαν τά πρόβατα
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA