ἀμνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμνός ὁ, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ζάκ. Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Σάμ
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀμνός διὰ τῆς ἐκκλησίας εἰσελθόν εἰς τήν δημὠδη γλῶσσαν
Σημασιολογία
1) Ἡ ὀθόνη, ἐφ' ἧς εἰκονίζεται τὸ σὼμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἐπιτάφιος (ἡ σημ. ἐκ τούτου, ὃτι ο Χριστ'΄ος ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῆ γλώσσῃ καλεῖται «ἀμνός τοῦ Θεοῦ») Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) β) Τὰ ἐπί τῆς ὀθόνης τοῦ Ἐπιταφίου ριπτόμενα ὑπό τοῦ ἱερέως πέταλα ἀνθἐων Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλ. 2) Τὸ μἐρος τοῦ ἂρτου τῆς προσφορᾶς τό φέρον τόν τύπον τῆς σφραγῖδος, ὃπερ ἀποχωριζόμενον χρησιμοποιεῖται διὰ τὰ ἀχραντα μηστήρια Θρᾴκ. Κῶς Σάμ.: Πάνι τὴ βλουγιˬα'ς τοὺν παππᾶ γιˬα νὰ βγά' τούν ἀμνό (βλουγιˬά= ὁ ἂρτος ὁ προσφερόμνος εἰς τὴν ἐκκλησίαν διά τήν λειτουργίαν) Σάμ. β) Σενεκδ. ὁ ὃλος ἂρτος τῆς προσφορᾶς Θρᾴκ. Κῶς Ἡ λ. ὑπό τὸν τύπ. Ἀμνοί τοπων. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA