ἀμοιβὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοιβὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
άμοιβῆ ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀμοιβή
Σημασιολογία
Ἡ παρεχομένη εἲς τινα ἀντιμισθία διά παρεσχεθεῖσαν ὑπηρεσίαν: Τοῦ ἒδωσα μεγάλη ἀμοιβή γιˬὰ τοὶς δουλε͜ιες ποῦ μοῦ 'καμε. Ἡ συνηθισμένη άμοιβή τοῦ γιˬατροῦ εἶναι τόσες δραχμές
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA