ἀμοίραδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοίραδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμοίραδος επίθ. ἀμαρτ. ἀμέρας Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. μοιράδι, παρ' ὃ καί μεράδι.
Σημασιολογία
Ὁ μἠ διαιρεσθείς εἰς μερίδας, άδιανέμητος: ἒχουμε τὰ χωράφιˬα ἀμέραδα. συνών. ἀδιˬαριστος, αμοίραστος 1, ἀμοίριˬαστος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA