ἀμοίραντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοίραντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
άμοίραντος ἐπίθ. Παξ.
Ετυμολογία
Έκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ έπιθ. μοιραντός<μοιραίνω
Σημασιολογία
Ὁ μήπω εὐνοηθείς ὑπό τῆς μοίρας, ὣστε νὰ ἒλθη εἰς γάμου κοινωνίαν, ὁ ἒτι ἂγαμος: Κόρη ἀμοίραντη. Συνών. ἂμοιρος 2. Πβ. ἀμοιριˬά 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA