ἀμοίραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοίραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμοίραστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ.) ἀμοίρστος Πόντ. (Κερασ. Ὂφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμοίραστους βόρ. ἰδιωμ. ἀμοίραχτος Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀμοίρχτος πόντ. (κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀμοίραγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὃφ. κ. ἀ.) ἀμοιραγους βόρ. ἰφιώμ. ἀμοιργος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὂφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμέραστος Πελοπν. (Μάν.) Σέριφ. Τῆν. ἀμέραστους Λυκ. (Λιβύσσ.) άμέραγος Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Βλαστ. ἀνεμοίραγος Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Τ]\ο μεσν. ἐπίθ. ἀμοίραστος. Οἱ τύπ. ἀμοιρστος καὶ ἀμέραστος διὰ τοὺς τ΄΄υπ. μοιρζω καὶ μερὰζω, δι' οὓς ἰδ. μοιράζω
Σημασιολογία
1) Παθ. ὁ μή διαμοιρασθείς, ὁ μὴ διανεμηθεἰς, ἀδιανέμητος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ (Ἀμισ. Κερασ. Κοντύωρ. Οἰν. Ὂφ. Σἀντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀμοίραγα ἀμπέλιˬα -πράματα-χωράφιˬα κττ. σύνηθ. Τὰ ξὐλα στέκουν ἀμοίραγα (στέκουν=μένουν) Οἰν. Εἶν' ἀμέραστα τὰ χωράφιˬα Σέριφ. Ἀμοίραγα εἶναι άκόμηνο τοῦ τυροῦ 'μουνα τα χωραφ Ὂφ. Ἒν'ἀμέραστο τὸ ἀργαστέρ' (τό παντοπωλεῖον δέν διενεμήθη μεταξύ τῶν κληρονόμων) Ὂφ. Τοῦ κυροῦ ἐμουν τὸ βίον ἐφήκαμε ἀμοίργον Τραπ. || ᾎσμ. Ἒει τὰ χωράφιˬα ἀθέριστα, θέλουν νὰ θεριστοῦνε ἒει τ' ἀμπέλιˬα ἀμοίραστα, θέλουν νὰ μοιραστοῦνε Ἀνακ. Χωράφιˬα ἒχετε ἀμοίραγα, ἀμπέλιˬα νὰ μοιράστε Πελοπν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμοίραδος. 2) Ἐνεργ. ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἒκαμε διανομήν, ὁ μὴ διανείμας Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.): Ἦταν ἀμέραστοι μὶ τοὺν ἀφέντη σου Λιβύσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA