ἀμοιριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμοιριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

άμοιριˬά ἡ, Ἰων. (κρήν.) κ. ἀ. -Λεξ. Περίδ. Ἡπίτ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀμοιρία

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ εἶναι τις ἂγαμος Πβ. ἀμοίραντος, ἀμοιρος 2. 2) Δυστυχία Λεξ. Περίδ. Πβ. ἂμοιρος 1β

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/