ἀμοιρολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοιρολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμοιρολόγητος ἐπίθ. πολλαχ. ἀμοιρολόητος Ζάκ. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων.) κ. ἀ. ἀμοιρολόετος Πόντ. ἀμοιριˬουλό' τους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ μοιρολογητός<μοιρολογῶ
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τιμηθείς μετά θάνατον διὰ θρηνητικών ᾀσμάτων τῶν λεγομένων μοιρολογιˬῶν πολλαχ. καὶ Πόντ.: Ἂχ, ἀμοιρολόητο, ποῦ θὰ μοῦ πάς;θὰ σὲ πιˬάσω καὶ θὰ σἐ ζαλίσω! (ἀμοιρολόητο= εἰθε νὰ ἀποθάνῃς καὶ νὰ ταφῇς ἀμοιρολόγητον! Ἀρά) Κορινθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA