ἀμόλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμόλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμόλευτος ἐπίθ. Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. — Λεξ. Βλαστ. ἀμόλευτε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μολευτός < μολεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ μεμολυσμένος, ἐπὶ πληγῶν Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τσακων. 2) Ἀμόλυντος, ἁγνός, τίμιος Ἤπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ.: Ἄνθρωπος ἀμόλευτος ἀπὸ κάθε κακὸ Κέρκ. Γυναῖκα ἀμόλευτη αὐτόθ. Κορίτσι ἀμόλευτο Κρήτ. Συνών. ἄγγιαχτος 3, ἄγγιχτος 3, ἁγνός Α1, ἀμάκ-κωτος 2, ἀμάλαχτος 2δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA