ἀμολλάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμολλάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμολλάρω, μολλάρω πολλαχ. ἀμολλάρω σύνηθ. ἀπολλάρω Κρήτ. ἀbολλάρου Πελοπν. (Μάν.) ἀπιλλάρου Σάμ. πολλάρω Κίμωλ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) μολλέρω Σύμ. πολλέρω Κάρπ. Σύμ. Τῆλ. μολλέρνω Προπ. Κρήτ. (Μεραμβ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Ρόδ. ἀμολλέρνω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Σῦρ. ἀμουλλέρνω Κρήτ. ἀμουλλέρνου Ἴμβρ. Κυδων. Λέσβ. Σαμοθρ. ἀπολλέρνω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. ἀπουλλέρνου Ἴμβρ. πολλέρνω Προπ. (Ἀρτάκ.) Προστ. μόλλα πολλαχ. ἀμόλλα σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. mollare. Τὸ ἀπολλάρω ἐκ τοῦ ἀμμολλάρω διὰ τὸ συνών. ἀπολυˬῶ. Οἱ είς -έρω καὶ καὶ -έρνω τύπ. διὰ τὰ πολλὰ εἰς -έρω καὶ -έρνω ρήματα. Τὸ ἀbολλάρου ἐκ τοῦ *ἀμπολλάρω κατ᾿ ἀνάπτυξιν ἀλόγου ἐρρίνου. Ἡ προστ. μόλλα κατ᾿εὐθεῖαν ἐκ τοῦ Ἰταλ. molla προστ. τοῦ mollare. Πβ. καὶ ἀγαντάρω -ἀγάντα. Τὸ ἀπολλέρνω καὶ παρὰ Μπουνιαλ. Διήγ. Κρητ. πολέμ. 203 (ἔκδ. Ξηρουχ.) «κ᾿ ἐκεῖνοι σὰν τοὺς εἴδασι καὶ πέτρες ἀπολλέρνου».
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ἀφίνω, καταλείπω, παύω νὰ κρατῶ τι σύνηθ.: Ἀμολλάρω τὸ παλαμάρι - τὸ σκοινὶ κττ. σύνηθ. Μολλάρω ἄκρη (ἐνν. τοῦ κάλω. Ναυτικὸς ὃρ.) πολλαχ. 2) Ἀπολύω τοῦ δεσμοῦ, ἀφίνω ἐλεύθερον πολλαχ. : Ἀμολλέρνω τὸ σκύλλο Ἀργυρᾶδ. Φεύγα, γιˬατὶ θ᾿ ἀπολλάρω τὸ σκύλλο καὶ ἀλλ͜οιὰ ᾿πὸ σένανε ! αὐτόθ. Ἀμόλλαρέ το τ᾿ ἄλογο καὶ πάει μοναχό του αὐτόθ. Τὸν ἀμολλάρανε ἢ τὸν ἔχουν ἀκόμα μέσα; (ἐν τῇ φυλακῇ) αὐτόθ.Μήν τονε πολλάρῃς τὸν πετεινὸ Κίμωλ. Μόλλαρε τὸ πουλλί Κρήτ. Ἀεˬτὸς ἀμολλαρισμένος Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μόλλαρα τὸ πουλέρι Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) || ᾎσμ. Παίρνω τη ᾿ς τ᾿ ἀγρόπλαο καὶ πολλέρω την ἐκεῖ (ἐνν. τὴν πέρδικα) Τῆλ. β) Ἀφίνω έλεύθερον, ἐπὶ ὕδατος ἀποθηκευθέντος κττ. ἐνιαχ. : Μόλλα τὸ νερὸ νὰ ποτίσωμε Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Τὸν ἀμόλλαρε (περὶ ἀποπερδομένου) ἐνιαχ. || ᾎσμ. Δράκοντα, μόλλα τὸ νερὸνὰ πιˬοῦν τὰ διψασμένα Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) γ) Ἀνοίγω, ἐπὶ δεξαμενῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) : Μόλλα τὴ στέρνα. 3) Περατῶν τὴν θείαν λειτουργίαν ἀφίνω τοὺς πιστοὺς νὰ ἀπέλθουν, ἐπὶ τοῦ ἱερέως Σύμ. Συνών. ἀπολυˬῶ. 4) Ἐγκαταλείπω τινὰ Ναξ. (Γαλανᾶδ.) : Ἐμόλλαρεςτοὺς γονεῖς σου ! (πρὸς τὸν νεκρὸν παῖδα). Β) Ἀμτβ. 1) Φεύγω μετὰ τινος σπουδῆς Κρήτ. : Ὅ,τι ὥρα μοῦ᾿σιˬαξενε, ἀμούλλαρα. Ὁdὲν ἐξάνοιγε πέρα ἀμολλέρνω κ᾿ἐγὼ κ᾿ἐπέτουνα. β) Ἀποπλέω πολλαχ. : Ἐμόλλαρενε τὸ βαπόρι Νάξ. (Γαλανᾶδ.) || ᾎσμ. Μανόλαρε, Μανόλαρε, |πῆρε ὁ βορεˬὰς κιˬ ἀμόλλαρε πολλαχ. γ) Παραιτοῦμαι Σάμ. : Θὰ κά᾿ ςκαλὰ ν᾿ ἀπιλάρ᾿ ς ἀποὺ τέτ͜οια δουλ͜ειά. 2) Ριζοβολῶ, ἐπί φυτοῦ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) : Ἡ κλαδεˬὰ ἀμολλέρνει μέσα ᾿ς τὴ γῆς. Ἀμόλλαρε ὁ φυτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA