ἀμολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμολόγητος ἐπίθ. ἀνομολόγετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀμολόγητος σύνηθ. ἀμολόγετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀμολόητος Κύπρ. Πάρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γελίν. Κλουτσινοχ. Πάτρ. Σουδεν. Τρικκ.) ἀμολόετος Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μολογητός < μολογῶ. Τὸ ἀνομολόγετος ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνομολόγητος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν πρέπει ἢ δὲν προσήκει νὰ καλῆται ὀνομαστὶ ἢ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δηλωθῆ, ἄρρητος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) : Τουτουνοῦ τὸ βάσανο δὲ μολο͜ειέται, ἔν᾿ἀμολόητο Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πκ͜οιὸς ἔν᾿ τοῦτος ποῦ λέεις; - Ὁ ἀμολόητος Κύπρ. β) Ὁ ἐν καταστάσει ἀπολύτου σιγῆς ἐνεργούμενος ἀγν. τόπ.: Ἀμολόγητο νερό. Συνών. ίδ. ἐν λ. ἀμἰλητος Α2. 2) Ἐκεῖνος περὶ οὗ οὐδεὶς γίνεται λόγος, ἀμνημότευτος Πελοπν. (Πατρ.) : Ἀμολόητος σὰν τὴ σφάντζικα (σφάντζικα=παλαιὸν νόμισμα κατηργημένον). 3) Ὁ μὴ καταδοθεὶς, ὁ μὴ κατάφωρος Κύπρ.: Ὁ φονεˬὰς ἔμεινεν ἀμολόητος ταὶ ᾿ἐν τὸν ἠξεύρουν. || Γνωμ. Κλέφτης ἀμολόητος μπέην ἀξίζει. 4) Ὁ γενόμενος ἄφαντος (δηλ. ἐκεῖνος περὶ οὖ δὲν γίνεται πλέον λόγος) Πελοπν. (Γελίν. Κλουτσινοχ. Σουδεν. Τρικκ.) : Ἔγιναν ἀμολόητοι οἱ κλέφτες Κλουτσινοχ. Κατέβητε, ἀφῆτε τ᾿ ἄλογο τ᾿ ἀμολόητος !Γελίν. Συνών. ἀμορολόγητος, ἄμορος (I) 1, ἄφαντος. Β) Οὐσ. 1) Ἀρσ. καὶ οὐδ., ἡ χάλαζα Κύπρ. : Σὰν ἐξέβηκεν νὰ πάῃ, εἶπεν ὁ Θεὸς νὰ πιάσῃ βροὴ τιˬ ἀμολόητος. Ἔρριψεν ἀμολόητον τ᾿ἐπάτ-τισεν τὰ σταφύλ-λιˬα (ἐάτισεν=κατέστρεψεν). || ᾎσμ. Τ᾿έστάθην τ᾿ἀμολόητον τ᾿ἐδκιάβηκεν ἡ πόρα (ραγδαία βροχή).2) Ἀρσ., κεραυνὸς Κύπρ. : Ἔρριψεν ἀμολόητον τ᾿ἔκαψεν τρία πλάσματα. 3) Ἀρσ. καὶ οὐδ., ὁ κολικὸς πόνος κττ. Κύρ. : Τὸ μωρόν μου εἶεν προχτὲς ἀμολόητον ταῖ ᾿ ἐν ἐτοιμήθητεν οὕλην τὴν νύχταν. Πειράζει την ὁ ἀμολόητος ταὶ κλώθεται (συστρέφεται).Ἔπκιˬασέν με ὁ ἀμολόητος τ᾿ ἔκοψεν τὴν καρκιάν μου (τὴν κοιλίαν μου). Τὸ μωρόν κλαίει πολ-λὰ τ᾿ ἀλῶπως ἔει ἀμολόητον (ἀλῶπως=λαλῶ πῶς=ἴσως). 4) Θηλ. καὶ οὐδ., ὁ διὰ τὸν κολικὸν πόνον ἔμετος τοῦ βρέφους καὶ ἡ ἐκ τοῦ πυρετοῦ ἢ ἄλλης νόσου ἐμουμένη χολὴ Κύπρ. : Ἐξέρασεν ἀμολόητον. Ἐξέρασεν τ᾿ ἔβκαλεν ἀμολόητην. 5) Πόνος τῆς μήτρας Κύπρ. 6) Εἶδός τι νευρικοῦ νοσήματος Κύπρ.7) Ἀρσ., πᾶν δερματικὸν νόσημα τῶν βρεφῶν Κύπρ. : Ἐλύσαν τ᾿ἀ-έληˬα τοῦ μωροῦ ᾿ ποὺ τὸν άμολόητον (ἀ-έληˬα =σκέλη). 8) Οὐδ., παρωνυχίς Κύπρ. : Ἔβκαλεν ἀμολόητον ᾿πάνω ᾿σ τὸν μιαλιˬῶναν τ᾿ ᾿ ὲν τοιμᾶται ᾿ποὺ τὲς τεγκὲς (μιαλιˬῶναν=ἀντίχειρα. τεγκὲς=νυγμούς). Συνών. ᾿ξωρισμένον (ἰδ. ἐξορίζω).9) Τὸ έρυσίπελας Κύπρ. 10) Πᾶν κακὴν μορφὴν λαμβάνον οἴδημα Κύπρ. : Ἔβγαλεν ἀμολόητον τ᾿ ἐγίνην ἡ βούκ-κα του ἀ-ὶν (βούκ-κα=παρειά. ἀ-ὶν=ἀσκί). Συνών. ᾿ ξωρισμένο (ίδ. ἐξορίζω). 11) Δῆγμα ὃφεως Κύπρ. 12) Ὁ ἴκτερος τοῦ μεταξοσκώληκος Κύπρ. 13) Θηλ., δηλητηριώδης τις ὃφις Κύπρ.: Ἐδάκ-κασεν τὸν βοῦν μου ἡ ἀμολόητη ταὶ πάει νὰ ψοφήσῃ. Συνών. κουφὴ (ἰδ. κουφός). 14) Οὐδ., περισκελὶς τῶν γυναικῶν Κύπρ. 15) Θηλ., ὁ ἄρτος τοῦ Πάσχα, ὅστις παρασκευάζεται μετὰ τυροῦ καῖ ᾠῶν Κύπρ. : Ἐζύμωσεν τὲς άμολόητες τοῦ Πάσκα. Πβ. φλαούνα. 16) Οὐδ., ἀπόρρητον Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) : Ἐντῶκεν ᾿ςσό νοῦ σ᾿ἐκεῖνο τ᾿ἀμολόετον ; (ένεθυμήθης έκεῖνο κτλ.) Χαλδ. Συνών. μυστικὸ (ἰδ. μυστικός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA