ἀμόναστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμόναστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμόναστος ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμόναχτος Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μοναστὸς < μονάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οὐδεὶς ἐδέχθη ἐν τῇ οἰκίᾳ του πρὸς διανυκτέρευσιν, ὁ μὴ τυχὼν φιλοξενίας μετὰ διανυκτερεύσεως, ἐπὶ ξένου ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμόναστος ἐπέμ᾿νεν κ᾿ έκοιμέθεν ἔξ᾿(ἐπέμ᾿νεν=ἔμεινε. ἔξ᾿=ἔξω) Χαλδ. 2) Ὁ ταφείς τὴν ἰδίαν ἡμέραν τοῦ θανάτου καὶ οὐχὶ τὴν ἑπομένην, ἐπὶ νεκροῦ ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμόναστον ἔθαψαν τὸν ἀποθαμένον Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/