ἀμοριˬάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοριˬάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμοριˬάζομαι (I) ἀμάρτ. ἀμουριˬάζομαι Εὔβ. (Ὀξύλιθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμορος (I).
Σημασιολογία
Ἐξαφανίζομαι, γίνομαι ἄφαντος ἀπροσδοκήτως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA