-αμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
-αμὸς
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
-αμὸς κατάλ. παραγωγικὴ κοιν.
Ετυμολογία
Ἡ κατάλ. αὕτη ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὰ εἰς -αμός (ἀρχ. -αγμὸς) λήγοντα ὀνόματα ἐκ ρημάτων παράγωγα, τῶν ὁποίων δηλοῦν τὴν ἀφῃρημένην ἔννοιαν, οἶον : ἀναστενάζω (άναστεναγμός) - ἀναστεναμός, ἀρπάζω (ἁρπαγμός) - ἁρπαμός, μαλάσσω (μαλαγμός) - μαλαμός, τινάσσω (τιναγμός) - τιναμός κττ. Πβ. NDossios Beitr. neugr. Wortbild. 19 κἑξ. GHatzidakis Einleit. 179 κἑξ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 111 κἑξ καὶ KDieterich ἐν Balkan - Archiv 4 (1928) 125.
Σημασιολογία
Χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν ἐκ ρημάτων ὀνομάτων δηλούντων ἀφηρημένην ἔννοιαν ἢ πάθος, οἶον : ἀποστένω - ἀποσταμός, βουβαίνω - βουβαμός, κουζουλαίνω - κουζουλαμός, κουφαίνω - κουφαμός, λωλαίνω - λωλαμός, ξεραίνω - ξεραμός, πικραίνω - πικραμός, σιχαίνομαι - σιχαμός κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA