ἀμούδιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμούδιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμούδιˬαστος ἐπίθ. ἀμώδστος Πόντ. (Τραπ.) ἀμούδιˬαστος σύνηθ. ἀμούδιˬαγος Πελοπν. (Κορινθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μουδιˬαστὸς < μουδιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ αἰσθανθεὶς αἱμωδίασιν, ὁ μὴ αἱμωδιάσας ἔνθ᾿ἀν. : Δόντιˬα - πόδιˬα ἀμούδιˬαστα σύνηθ. Συνών. ἀμάργωτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA