ἀμούργινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμούργινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμούργινος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἀμούργινο τὸ Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμούργιˬος.
Σημασιολογία
1) Ὁ παρασκευασμένος ἐκ δημητριακῶν καρπῶν πρωίμως κατὰ μῆνα Μάιον θερισθέντων, ἐπὶ ἄρτου Πελοπν. (Λακων.): Παροιμ. Πάει σὰν τ᾿ἀμούργινο ψωμὶ (ἐπὶ τῶν ταχέως δαπανωμένων, διότι ὁ ἄρτος οὖτος ταχέως ἀναλίσκεται). Συνών. ἀμούργιˬος 1. 2) Τὸ ούδ. ἀμούργινο ὡς οὐσ., ἕωλος καὶ ξηρὸς ἄρτος Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA