ἀμουσκεττάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμουσκεττάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμουσκεττάριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀμοσκεττάριστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀμουσκεττάριγος Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *μουσκετταριστὸς < μουσκεττάρω, παρ᾿ὃ καὶ μουσκετταρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τουφεκισθεὶς ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμοσκεττάριστος εἶν᾿ἀκόμα, μὰ θὰ τὸνε μοσκεττάρουνε Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA