ἀμούχρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμούχρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμούχρωτος ἐπίθ. ἀμούχλωτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μουχρωτός < μουχρώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπὸ τοῦ λυκόφωτος: Ἀμούχλωτη ᾿ ν᾿ἡ μέρα. Ἀμούχλωτο ᾿ ν᾿τὸ βράδυ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ὢν σκυθρωπός, ἀλλὰ φαιδρός: Σὰν ἀμούχλωτη σὲ θωρῶ ἀπόψε. Συνών. ἀμούτρωτος. ἄμοχρος ἐπίθ. Κρήτ. (Ρέθυμν. Σητ. κ.ἀ.) Ἀγνώστου ἐτύμου. 1) Ὁ εὑρισκόμενος εἰς τὴν πρώτην ἀνάπτυξιν καὶ ἑπομένως τρυφερὀς, ἀδύνατος, ἐπὶ ἀνθρώπου καὶ φυτοῦ Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.): Ἄμοχρο εἶναι τὸ παιδί μου ἀκόμη καὶ ἐργᾷ. Ἄμοχρα εἶν᾿ἀκόμη τὰ βλαστάριˬα τῆς ἀμυγδαλεˬᾶς μας. Ἄμοχρο πρᾶμα. 2) Ὠχρός Κρήτ. (Ρέθυμν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/