ἀμπαλατιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαλατιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμπαλατιˬάζω ἀμάρτ. ἀμπαλαδιˬάζω Κύπρ. ἀμπαλαδκιˬάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμπάλατος.
Σημασιολογία
Ἐπιμένω μετὰ πείσματος: Μὲν ἀμπαλαδιˬάζης μαζίν του ταὶ τὸν κόπον σου χάνεις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA