ἀμπαλτσαμάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμπαλτσαμάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμπαλτσαμάριστος ἐπίθ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μπαλτσαμαριστὸς < μπαλτσαμάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν είς -ίζω ρ. παράγωγα.
Σημασιολογία
Ἀταρίχευτος, ἐπὶ νεκροῦ. Συνών. ἀβαλσάμωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA