ἀμπανιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπανιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμπανιˬάζω ἀμάρτ. ἀbανιˬάζω Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπανός.

Σημασιολογία

Ἀποκτῶ τὸ χρῶμα τοῦ ἐβένου, μαυρίζω ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ καπνοῦ τῆς ἑστίας, ἐπὶ ὑφάσματος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/