ἀμπανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμπανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμπανὸς ὁ, ἔμπανος Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀμπανὸς Πελοπν. (Βούρβουρ.) — Λεξ. Κομ. Δεὲκ Λάουνδ. Βλαστ. ἀbανὸς Λέσβ. ἔμπανο τό, Κέρκ. Τῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ebano, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. ebenus, ὅπερ εἶναι τὸ ἀρχ. Ἑλλην. ἔβενος, ἀντὶ ἄμπανος, ὅπερ παρὰ Σομ. Ἡ τοῦ τόνου μετακίνησις κατὰ τὸ συνών. ἀμπανόζι. Παρὰ Βλάχ. ἔμπανον.

Σημασιολογία

ἀμπανόζι. Παρὰ Βλάχ. ἔμπανον. 1) Ἀμπανόζι, ὃ ἰδ., Κέρκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τῆν. κ.ά. — Λεξ. Κομ. Λάουνδ. : Φρ. Ἔγιν᾿ἀμπανὸς (ἔγινε λίαν μέλας ὡς τὸ ξύλον τῆς ἐβένου) Βούρβουρ. Τὸ χῶμα ἔγινε ἔμπανο (σκληρὸν ὡς τὸ ξύλον τῆς ἐβένου) Τῆν. Συνών ἐι. ἐν λ. ἀμπανόζι. 2) Οἱονδήποτε σκληρὸν ξύλον Λέσβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/